πανί

πανί
και παννί, το
1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι
2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος
3. ιστίο πλοίου
4. στον πληθ. τα πανιά
α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα
β) το σύνολο τών ιστίων πλοίου, τα άρμενα
γ) (με περιλπτ. σημ.) ιστιοφόρο πλοίο («φάνηκαν πέντε πανιά»)
5. φρ. α) «κάνω πανιά» — απλώνω τα ιστία τού ιστιοφόρου και ετοιμάζομαι να αποπλεύσω, να σαλπάρω
β) «σηκώνομαι στα πανιά»
i) (για πλοίο) ετοιμάζομαι για απόπλου
ii) (για πρόσ.) ετοιμάζομαι να φύγω, είμαι έτοιμος να αναχωρήσω
γ) «βάζω πανιά» ή «φορτσάρω τα πανιά» — προσθέτω ιστία
δ) «βαρκάδα με πανί» — ιστιοπλοΐα
ε) «έγινε πανί» — χλόμιασε, έγινε κατακίτρινος
στ) «ένα πανί είναι όλοι τους»
(με σκωπτική σημ.) είναι όλοι τους τής ίδιας ποιότητας, τού ίδιου φυράματος
ζ) «έμεινα πανί με πανί» — έμεινα αδέκαρος, δίχως χρήματα, με άδεια τσέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν(ν)ίον, υποκορ. τού αρχ. πάννος «πανί» < λατ. pannus «πανί» (πρβλ. πήνη, πῆνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανί — το (λ. λατ.) 1. ύφασμα λινό ή βαμβακερό: Πανί χοντρό, πανί γερό, πανί καλά φασμένο. 2. κομμάτι υφάσματος: Πάρε ένα πανί και σκούπισε τα παπούτσια. 3. ειδικά ραμμένο ύφασμα για ρούχο βρέφους, σπάργανο: Τα πανιά του μωρού πρέπει να είναι καθαρά. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πανί — Πᾱνί , Πάν masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίμερον — πανί̱μερον , πανίμερος all lovely masc/fem acc sg πανί̱μερον , πανίμερος all lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίμερος — πανί̱μερος , πανίμερος all lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοπάνι — το κεφαλόδεμα*, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο πάνι, τυφλο πάνι] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”